- κοσμητικόν
- το косметическое средство, косметика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοσμητικόν — κοσμητικός skilled in ordering masc acc sg κοσμητικός skilled in ordering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)